Αιθερία

Αιθερία
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που κατακεραυνώθηκε από τον Δία και έπεσε στη γη από το άρμα του Ήλιου.
II
(Αetheria, τέλη 4ου – αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Μοναχή από τη νότια Γαλλία ή την Ισπανία. Λεγόταν Ηγερία και Ευχέρεια. Μετά από ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, έγραψε το Οδοιπορικό (Ιtinerarium), που περιέχει αξιόλογες πληροφορίες των τόπων και πολύτιμα στοιχεία για τον τρόπο λατρείας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Το έργο έχει επίσης μεγάλη γλωσσική αξία, γιατί είναι γραμμένο στη δημοτική λατινική, που προαναγγέλλει τις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἰθερία — αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc/acc dual αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρια — αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθερίας — αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem acc pl αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρι' — αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριε , αἰθέριος of masc voc sg αἰθέριε , αἰθέριος of masc/fem voc sg αἰθέριαι , αἰθέριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθερίαν — αἰθερίᾱν , αἰθέριος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”