αἰθερία — αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc/acc dual αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρια — αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίας — αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem acc pl αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρι' — αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριε , αἰθέριος of masc voc sg αἰθέριε , αἰθέριος of masc/fem voc sg αἰθέριαι , αἰθέριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίαν — αἰθερίᾱν , αἰθέριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] … Dictionary of Greek